περιποιώ

περιποιώ
περιποιῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.
παρέχω, δίνω (α. «η παρουσία σας μάς περιποιεί μεγάλη τιμή» β. «σφόδρ' ἄν Αρτεμισίαν πειραθῆναι περιποιῆσαι Ῥόδον αὐτῷ», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. (κυρίως το μέσ.) περιποιούμαι και περιποιέμαι
α) παρέχω περιποίηση, εξυπηρετώ, φροντίζω, επιμελούμαι (α. «στο καινούργιο ξενοδοχείο μάς περιποιήθηκαν εξαιρετικά» β. «περιποιείται καθημερινά τα μαλλιά της»)
β) ανταποδίδω σε κάποιον τη συμπεριφορά που τού αξίζει, τού φέρομαι με σκληρότητα
2. φρ. «περιποιούμαι την εμφάνισή μου» — φροντίζω να είμαι ευπρεπώς και κομψά ντυμένος*
3. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) περιποιημένος, -η, -ο
α) (για πρόσ.) αυτός που έχει ευπρεπή και φροντισμένη εμφάνιση
β) (για πράγμ.) φροντισμένος, καλοφτειαγμένος, πολύ καλής ποιότητας
μσν.-αρχ.
(το ενεργ., μέσ. και παθ.) πετυχαίνω κάτι ή κερδίζω, αποκτώ κάτι (α. «περιποιῆσαι ἑαυτῷ ὄνομα αἰώνιον», ΠΔ
β. «περιποιεῑσθαι παρὰ τοῡ πλήθους δόξαν ὡς εἰσὶ δημοτικοί», Δημοσθ.
γ. «χρήματα περιποιηθησόμενα», Κώδ. Ιουστιν.)
αρχ.
1. κάνω κάτι να παραμείνει και πέρα από ένα ορισμένο σημείο, διατηρώ, διασώζω («ἐξ ὅσων κακῶν καὶ πολέμου ὑμᾱς αὐτοὺς περιεποιήσατε καὶ τὴν πόλιν», Λυσ.)
2. (σχετικά με χρήματα και τρόφιμα) αποταμιεύω, αποθησαυρίζω
3. προξενώ
4. μέσ. α) αποταμιεύω, εξοικονομώ χρήματα για προσωπικό μου όφελος («περιποιεῑσθαι τοσαῡτα ὥστε καὶ πλουτεῑν», Ξεν.)
β) κερδίζω χρήματα, χρηματίζομαι («ἀλλὰ καὶ περιποιοῡνται ἀπ' αὐτῶν», Ξεν.)
γ) διαφυλάσσω κάτι για τον εαυτό μου («κρεῑττόν ἐστιν... τὰς ἀγαθὰς ἐλπίδας τοῑς παισὶν καὶ ἑαυτῷ... περιποιήσασθαι», Δημοσθ.)
5. φρ. «περιποιῶ τῶν προσόδων» — αποταμιεύω μέρος τών εισοδημάτων μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιποιῶ — περιποιέω cause to remain over and above pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιποιέω cause to remain over and above pres ind act 1st sg (attic epic doric) περιποιέω cause to remain over and above pres subj act 1st sg (attic epic doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποιούμαι — περιποιούμαι, περιποιήθηκα, περιποιημένος βλ. πίν. 75 Σημειώσεις: περιποιούμαι : η μτχ. περιποιημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που η εμφάνιση του κτλ. δείχνει ιδιαίτερη φροντίδα, περιποίηση). Η ενεργητική φωνή περιποιώ έχει επιβιώσει… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλοσυσταίνω — και καλοσυστήνω 1. δίνω καλές συστάσεις για κάποιον 2. περιποιώ τιμή σε κάποιον, προσθέτω στην καλή φήμη και υπόληψη κάποιου («αυτά που κάνεις δεν σέ καλοσυσταίνουν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + συσταίνω / συστήνω] …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περιποίημα — τὸ, Α [περιποιώ] απόκτηση …   Dictionary of Greek

  • περιποίηση — η / περιποίησις, ήσεως ΝΜΑ [περιποιώ] νεοελλ. 1. πρόθυμη εξυπηρέτηση, στοργική μεταχείριση κάποιου, πρόθυμη παροχή υπηρεσιών σε κάποιον 2. υπηρεσία που παρέχεται αντί συγκεκριμένης αμοιβής («η περιποίηση τού αρρώστου ανατέθηκε σε ειδική… …   Dictionary of Greek

  • περιποιητικός — ή και ιά, ό / περιποιητικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιποιώ] νεοελλ. (για πρόσ.) αυτός που είναι πρόθυμος και ικανός να παρέχει περιποιήσεις μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιποιητικόν προστασία μσν. αρχ. αυτός που μπορεί να παρέχει ή να προξενεί κάτι («ταῡτα… …   Dictionary of Greek

  • περιποιητός — ή, όν, Α [περιποιώ] (κατά τον Ησύχ.) αυτός που παρέχεται με αφθονία …   Dictionary of Greek

  • περιποιούμαι — περιποιοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ και περιποιέμαι Ν βλ. περιποιώ …   Dictionary of Greek

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”